
Πάγωσες.
Φαίνεται σαν να μην έχεις τίποτα να σκεπαστείς.
Ίσως ούτ’ ένα χάδι.
Πόσο σε ενοχλεί, αλήθεια αν εγώ σε νιώθω;
Κι αυτή η καταιγίδα που σε έχει πάρει κατόπι,
δε λέει να σταματήσει πια.
Αιώνες χτυπάνε απάνω σου οι στιγμές.
Επεισόδια αναδύονται συνεχώς , από το χτες,
να πάρει η οργή να πάρει…
Είδες!
Πόσο ανέτοιμους μας βρίσκει πάντα.
Πόσο γυμνούς. Πόσο ακάτεχους.
Που είναι οι αποφάσεις.
Την άλλη φορά, έλεγες, θα ξέρω.
Θα ‘χω ετοιμάσει καταφύγια.
Θα ‘χω φυλάξει ζεστασιά για πάρτη μου.
Πόση κούραση πια, πόση σπατάλη,
για να φτιάξης άρματα και στολές
και να μοιράσεις τα υπάρχοντά σου, το πάθος σου.
Έλα κάθισε κοντά μου.
Θα σε κρύψω όταν οι σκέψεις, θα σε ψάχνουν,
να σε καθίσουν στο σκαμνί
πως δεν είχες την δύναμη η την ικανότητα, η την εξυπνάδα
να κάνεις δική σου αυτή την ζηλευτή ισορροπία.
Θα σε κρύψω
και θα σου κάνω όσο χώρο θέλεις στην ψυχή μου,
να ξεκουραστείς.
Χωρίς πόσο, ούτε πως, ούτε γιατί,
μόνο όμορφες ιστορίες θα σου διηγηθώ,
θα σε κεράσω και ότι γλυκό θέλεις,
να ξαποστάσεις περιμένοντας την Άνοιξη.
Και όταν ο κόσμος θα χωράει στο όνειρό σου
θα βγεις να ακολουθήσεις τον πολικό σου αστέρα
για κείνη την αγάπη που έχεις ερωτευθεί.
1 σχόλιο:
Ax! Ti oraia logia, zileyo. Na mou milagan etsi kai mena.
Δημοσίευση σχολίου