Αϋπνία

Με το  μυαλό θολωμένο από την αϋπνία, πήρε τον κατήφορο στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στην παραλία. Ο αέρας της θάλασσας θα έκανε καλό στις κουρασμένες του αισθήσεις. Ήτανpikrodafni τέλος Απρίλη και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από άνοιξη, σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τα χελιδόνια, ήρθαν σκέφτηκε, ήρθαν και φέτος, έφτασε στο μικρό λιμανάκι που έβγαινε από τις σκιές της νύχτας και γέμιζε ζωή, γύριζαν οι  πρώτες βάρκες των ψαράδων συνοδευμένες από γλαροπούλια και η ακτή ήταν γεμάτη από πολύχρωμα κοχύλια και ανθισμένες πικροδάφνες. Κοντά στην θάλασσα άνοιγαν οι χαραμάδες της ψυχής του και γέμιζε το μέσα του με ηρεμία και αίσθηση ελευθερίας. 

Χωρίς εμφανή λόγο την σκέφτηκε, ίσως γιατί την αισθανόταν να χάνεται αργά από το τοπίο της ψυχής του, την αγαπούσε αλλά δεν την έβρισκε πια μέσα του, ξεθώριαζε η φωτογραφία της, είχε χαθεί το άρωμά της από τα χέρια του, όλα εναλλάσσονται σε αυτή την ζωή και εμείς πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι να πάρουμε το μονοπάτι σε ένα καινούργιο ξεκίνημα, η ζωή έχει ισορροπία. Υπάρχουν ταξίδια που δεν πραγματοποιούνται, ξεκινάμε, φεύγουμε για μακριά, κάνουμε σχέδια να εξερευνήσουμε όλη τη  ζωή και πάλι στο ίδιο σημείο ξαναγυρνάμε στην κόχη ενός ονείρου που έμεινε εκεί και μας περίμενε, μήπως πάλι αυτό που αξίζει είναι αυτό που είναι να έρθει, ίσως.

Εκείνη, δεν ήξερε τα μεσαία πράγματα, δεν κατάφερνε το έξυπνο μυαλό της να την περιφρουρήσει από το ακραίο. Μικρό κορίτσι όταν ήταν τις έδωσαν ακραία και αντιφατικά πράγματα δεν μπορούσε η ευφυΐα της να τα ενώσει και να φτιάξει την  αλήθεια. Της έλειπαν κομμάτια, αυτά που τις είχαν κλέψει οι εκ του ασφαλούς ληστές, την θάμπωναν με χρυσόσκονη, πήγαιναν μπροστά και ομόρφαιναν το μέρος όπου πατούσε, κάλυπταν τα λασπόνερα με ακριβά χαλιά. Μόλις πήγαινε να καταλάβει την ζάλιζαν με τυμπανοκρουσίες και χειροκροτήματα με ντροπές και ενοχές. Έτσι πως να αντέξει την αλήθεια, πως να πέσει από τον παραμυθένιο πύργο στην απλή πραγματικότητα. Περνούσε τους ληστές για κατατρεγμένους και τους άνοιγε την πόρτα της ψυχής της. Προτιμούσε την ερημιά της αλαζονείας από την απλότητα. Τύλιγε τα όνειρά της με χρυσόχαρτα. Την είχαν μπερδέψει τόσο επιδέξια που περίμενε  να βγει ο ήλιος της από την δύση και αγνάντευε κλαίγοντας τα ηλιοβασιλέματα. Πόσος χαμένος χρόνος αλήθεια.

Ήθελε να την ευχαριστήσει που του είχε ανοίξει την αγκαλιά της, που όταν η ψυχή του πόναγε εκείνη έγινε μια φλούδα αγάπης να μπει από κάτω να προστατευθεί. Στη ζωή τα καλά μας τρέφουν τα άλλα ξεχνιούνται, παρασυρμένα από το ρεύμα του χρόνου. Αν κοιταχτούμε στα καλά του άλλου μαθαίνουμε να ξεχωρίζουμε το φως που κρύφτηκε μέσα μας.

Χάρτινο το φεγγαράκι… ψεύτικη η ακρογιαλιά… τραγούδησε σιγανά, φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι που του χάιδευε το πρόσωπο, πέρα, από το βάθος του ορίζοντα ακουγόταν η μηχανή ενός ψαροκάικου και η θάλασσα είχε ένα χρώμα τριανταφυλλί, ένα αχνό διάφανο τριανταφυλλί , λες και παιχνίδιζαν πάνω στα κύματά της χιλιάδες ανεπίδοτα φιλιά…

Δεν υπάρχουν σχόλια: