
Ένα ηλιόλουστο πρωϊνό, το πλοίο του Οδυγγέλη άραξε στο λιμάνι της Σκάρτης, ανέβηκε στην ξακουσμένη πολιτεία, και βρήκε τον παλιό του συμφοιτητή Μερέλαο, τον οποίο και έσωσε από μεγάλα δεινά,(του είχε επιτεθεί το αδηφάγο τέρας Γιουρόμπανκα και τον ταλαιπωρούσε), αφού το εξόντωσε έφαγαν κι ήπιαν αυτός και οι σύντροφοί του, έκαναν μπάνιο στην παραλία (εξ ου και η φώτο στο πλάι) και έπαιξαν ρακέτες, κάποια στιγμή η ωραία Λένα, που πλαντούσε κι αυτή μέσα της στη νέα καθημερινή ζωή της μετά την ένταση του Τρωλεϊκού πολέμου, τον τράβηξε παράμερα στην σκιά των καλαμιών. Άκου Οδυγγέλη του είπε, μη στέκεσαι κατάχλωμος μπροστά μου, ξέσφιξε την γραβάτα σου και χαλάρωσε, είσαι καλός και δυνατός αλλά χαμογελάς πολύ ρε παιδί μου και δεν πάει σε ήρωα, τέλος πάντων άκου και βάλε τάξη στο μυαλό σου, το ξέρω πως σκέφτεσαι συνεχώς την Ναυσικά αλλά γραμμένο σε είχε πάντα, άλλα την ένοιαζαν άστο καλύτερα, άκου, επειδή λοιπόν εγώ είμαι γενναιόδωρη, έχω κάτι σημαντικό να σου προσφέρω και με μια ξαφνική κίνηση του αποκάλυψε δύο, δυό... πανέμορφα συγγράματα που της τα είχε δώσει ο Μάντης Άλιας Σαμρεσίας, εκεί ήταν γραμμένο τι έπρεπε να κάνει ο άνθρωπος όταν ήταν σε απόγνωση. Η Ωραία Λένα ήταν τσαχπίνα και παιχνιδιάρα και δεν άφηνε κανέναν σε χλωρό κλαδί, έτσι αφού ο παμπόνηρος(!) Οδυγγέλης πήρε τα συγγράμματα, αφέθηκε στα προκλητικά παιχνίδια της και κάτω από τις επιφημίες των συντρόφων του, του πήρε τρείς παρτίδες στην σειρά, τρίλιζας (όχι αυτής που ξέρετε της άλλης, της αρχαίας). Έφυγε πριν αρχίσουν οι διαφημίσεις και εν πλώ, άνοιξε το πρώτο σύγγραμμα από περιέργεια, σιγά μην περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Τά γράμματα κουνιόντουσαν μπροστά του πέρα δόθε, δόθε πέρα (σαν το στήθος της Ωραίας Λένας, να πούμε) γιατί είχε θάλασσα αφ' ενός και γιατί δεν έβλεπε καλά αφ' ετέρου, (τάχε παναθεμά τον τα χρονάκια του, τι τις ήθελε τις περιπέτειες;) Πρέπει να πάω στην Όλσα την ιέρεια του Θεού Όρασις για να ξεστραβωθώ σκέφτηκε. Τέλος πάντων με τον ένα τρόπο η τον άλλο διάβασε τον χρησμό του Άλια Σαμρεσία:
"Έχε εμπιστοσύνη στη ζωή, ξέρει τι κάνει, εσύ έχεις την τύφλα σου. Ξέρει εκείνη τι φέρνει και τι παίρνει πίσω. Προσπάθησε μόνο να καταλάβεις τι στο διάολο θέλει να σου πει με τα καμώματά της. Μην μετανιώνεις για τίποτα. Ποτέ. Μόνο για την αδράνεια σου για αυτή να μετανιώσεις, για αυτά που μπορούσες και δεν έκανες." Ο Οδυγγέλης, πήγε να συγκινηθεί, αλλά σαν ήρωας που ήταν κρατήθηκε, έχει δίκιο σκέφτηκε, έχει δίκιο, γι' αυτό το ανεκπλήρωτο δεν ξεπερνιέται και πονάει για πάντα, απλά γιατί δεν του δόθηκε ποτέ ο χρόνος να φθαρεί και έριξε το βλέμμα του μακριά πάνω από την πλώρη, πάνω από την θάλασσα, πέρα απ’ τον ορίζοντα πιο μακριά ακόμα, μέσα στα μάτια της…
Συνεχίζεται(;)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου