
Καθόταν όρθιος στην πλώρη και αγνάντευε τα σύννεφα, σαν κύμα τον χτύπησε η ανάμνησή της δεν μπόρεσε να αντισταθεί και αφέθηκε να την σκέφτεται.
Αχ Ναυσικά! είσαι σαν την ζωή, σκέφτηκε, τσαχπίνα και παιχνιδιάρα, ανακατώστρα, με συνεπαίρνεις, άλλοτε με στενοχωρείς και με πετάς στο γκρεμό, άλλοτε φέρεσαι σαν ζεστή ηλιαχτίδα και άλλοτε στήνεις ένα υπέροχο ήλιο στο γαλάζιο του ουρανού μου που βάζει με το ζόρι τη χαρά στο στήθος μου. Έχω μάθει και δεν μπερδεύομαι πια με τους γρίφους σου και με τις απότομες αλλαγές της διάθεσής σου. Τις σκέψεις του διέκοψαν απότομα φωνές απο το κατάστρωμα, γύρισε και είδε τους συντρόφους του να τραβολογάνε απο το χέρι τρεις κοπέλλες με σχισμένα ρούχα που αντιστέκονταν, φώναζαν και αντιδρούσαν, τις έφεραν μπροστά στον Οδυγγέλη που με όλο του το αρχηγιλίκη, τις κοίταξε προσεκτικά.
-Ποιές είστε και τι θέλετε στο πλοίο μου; είπε με φωνή σταθερή
-Αρχηγέ να τις πετάξω στην θάλασσα, θα βγουν στην στεριά από εδώ είναι κοντά, δεν τις εμπιστεύομαι είπε ο πιο παλιός του και έμπιστος σύντροφος Αθανασίγορος
-Όχι περίμενε είπε ο Οδυγγέλης
-Τις ξέρω τι κουμάσια είναι, συνέχισε θυμωμένος ο Αθανασίγορος τις έχω ξαναδεί όταν είχα άποκλειστεί απο τον καιρό, στη παραλία της Χιλιαναδής, αυτές μας ταλαιπωρούσαν, είναι το κάλεσμα του στείρου πόθου, η προσωποποίηση της σαγήνης και της απαξίας μαζί. Άκου με Οδυγγέλη δεν θα πάρεις τίποτα απο αυτές θα σε βασανίσουν και θα μείνεις χρόνια μακρυά απο την ρότα σου.
- Περίμενε Αθανασίγορε να δούμε τι έχουν να μας πουν, είπε ο Οδυγγέλης
-Όπως θες ,ότι και αν ζήσεις δεν αρκεί και απο όσα νομίζεις ότι γλύτωσες αυτά θα ξαναπάθεις, είπε ο πιστός του σύντροφος και υποχώρησε.
-Αθανασίγορε βαθύ σέβας μας ενώνει, μα η ψυχή σου βγάζει καπνό, απ΄το θυμό, ας δούμε ποιές είναι, τι θέλουν απο εμάς.
-Οδυγγέλη βασιλιά της περιπλάνησης , λυπήσου μας, είμαστε τρεις πλανεύτρες, παλιές πριγκήπισσες που δεν τιμήθηκαν οι ρόλοι μας και οι θεοί μας τιμώρησαν. Εμένα με λένε Ανασφάλεια και δίπλα μου(ο Οδυγγέλης άκουγε τη φωνή της όλο και πιο μακρυνή και πιο αργή , ζαλιζόταν, ομίχλη έπεφτε αργά στη λογική του σαν ο χρόνος να ...) είναι η Αναβολή πιο κει αυτή που κλαίει είναι η Αν...Τα λόγια της χάθηκαν απο το μυαλό του Οδυγγέλη και των συντρόφων του, ένας πυκνός καπνός που έβγαινε απο το αμπάρι τους τύλιξε όλους και έπεφταν και έπεφταν σε ένα κόσμο που δεν είχε παρά μόνο μια γλυκιά αναμονή, πέταγαν αλλά έπεφταν, στη χώρα του λάγνου τίποτα. Τους είχαν ξεγελάσει και τώρα δεν κυριαρχούσαν ούτε στις σκέψεις τους.
Συνεχίζεται ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου