Τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα στο πρόσωπο της. Τι μπορώ να κάνω ψέλλισε, τι μπορώ τώρα πια τίποτα και τα αναφιλητά συγκλόνιζαν την ψυχή της, δίπλα της ο Οδυγγέλης έκλαιγε με λιγότερα δάκρυα αλλά όχι με λιγότερο πόνο.
-Πρέπει να θυμηθείς, να θυμηθείς τα γεγονότα όπως συνέβησαν της είπε πιάνοντας την από τους ώμους. Δεν διορθώνεται μια παλιά αδικία αδικώντας τον εαυτό μας. Αν θυμηθείς, αν παραδεχτείς αυτό που αισθάνεσαι όλα θα...
-Άσε με, δεν γίνεται τίποτα σου λέω ότι έγινε θα μείνει αδιόρθωτο και απαράλλαχτο, όλα είναι τρομαχτικά, ξένα και ανεξέλεγκτα, η ζωή μου κατέληξε μια ασυναρτησία, ότι και να μου προσφέρεις δεν μ' αρκεί, ότι κι αν μου πεις δεν με πείθεις, ζω ένα πανικό και χάνω το παιχνίδι από τα χέρια μου τώρα ξέρω γιατί σαστίζουν οι άντρες που με πλησιάζουν γιατί μόλις τα πρώτα παιχνίδια εξαντληθούν και ανοίξει η πόρτα για τα βαθειά αισθήματα, τότε αλλάζει ο χρόνος, αλλάζει η ηλικία αλλάζει η πρωταγωνίστρια. Άσε με σου λέω, το ξέρω στις δυστυχίες μας είμαστε πάντα μόνοι. Γιατί κάποιος να φοβάται την αγάπη; -Γιατί η αγάπη είναι καμιά φορά τρομακτική, της απάντησε ο Οδυγγέλης, είναι ανατρεπτική, μπορεί να τσακίσει την εικόνα που θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας. Μας προφυλλάσει από το χάος που είναι πίσω της. Δεν αντέχουμε για πολύ μόνοι μας, μας πιάνει πανικός από το κενό μας και ψάχνουμε εκείνον, τον άλλον που μας το θυμίζει λιγότερο. Η ζωή μας έχει μια επαναληπτικότητα, νομίζουμε πως προχωρούμε, συχνά όμως σκαβουμε κύκλους γύρω από το παρελθόν μας και απλά νέα πρόσωπα έρχονται για να πάρουν μπαγιάτικους ρόλους.
Κλαίγοντας έφυγε, πήρε τα πράγματά της και έφυγε, απομακρύνθηκε, δεν υπήρχε παρηγοριά για την συνειδητοποίησή της, εκείνος έμεινε να την κοιτάει να φεύγει αργά από την παραλία, μια πλαστική σακούλα πιασμένη στα φρύγανα, χτυπιόταν στο μελτέμι σαν την ψυχή του. Γύρισε και κοίταξε προς την θάλασσα, στο μυαλό του γύρισαν τα γεγονότα.
Ήταν πρωί και εκείνη χαρούμενη, έτρεχε, πετώντας τα ρούχα της στην όμορφη αμμουδιά του νησιού, είμαι εδώ πάλι φώναζε, ήρθα και πέταγε την άμμο στον αέρα σαν προσφορά στο θεό της στιγμής. Τρέχα Οδυγγέλη φώναζε, πέσε στην θάλασσα και κολύμπα, είμαι χαρούμενη, είμαι πάλι εδώ, όπως τότε, τίποτα δεν άλλαξε βλέπεις είναι όπως σου τα έλεγα, ευχαριστώ που με έφερες, τώρα μπορείς να πας στο πλοίο σου, όταν σε χρειαστώ θα σε φωνάξω. Εκείνος χαμογέλασε που την έβλεπε χαρούμενη σχεδόν ευτυχισμένη, έσκυψε και πήρε το σακίδιο του το πέρασε νωχελικά στους ώμους, έβγαλε την άμμο από τα παπούτσια του και κίνησε να φύγει, γύρισε και της έριξε μια ματιά, χοροπήδαγε τρελά στην καυτή άμμο, κίνησε γνεύοντας ένα γεια.
Αχ, αναστέναξε ενώ προχωρούσε ανάμεσα στις πέτρες για να φτάσει στο μονοπάτι που θα τον έβγαζε στο δρόμο και από κει στο λιμάνι του νησιού όπου είχε αγκυροβολήσει το σκάφος του. Ο ήλιος έκαιγε και το δροσερό μελτέμι του χάιδευε το πρόσωπο, μια ευχάριστη αίσθηση τον αγκάλιαζε, δίψαγε αλλά στο μυαλό του υπήρχε χωρος μόνο για την αλήθεια. Από που αντλούσε την γοητεία της αναρωτήθηκε, ζούσε λες και συνεχώς κινδύνευε και αγωνιζόταν να κρατήσει αυτό που θα την σώσει. Τραβούσε τους άλλους στα άκρα τους και εκεί ήταν η ηδονή της. Ξαφνικά μια κραυγή αιχμαλώτισε τις αισθήσεις του και πλημύρισε βίαια το μυαλό του παρασύροντας κάθε σκέψη, στράφηκε προς τα πίσω και την είδε από μακριά ακίνητη να κοιτάει τρομαγμένη κάποιον, παράτησε τα πάντα και άρχισε να τρέχει γρήγορα προς τα εκεί, όταν έφτασε λαχανιασμένος του δείξε μπροστά της ένα κοριτσάκι όμορφο με μεγάλα μάτια αλλά χλωμό σαν φάντασμα. -Είσαι καλά; το ρώτησε εκείνος, από που ξεφύτρωσε μες την ερημιά αναλογίστηκε.Το κοριτσάκι τον κοίταγε σιωπηλό - Πως σε λένε το ξαναρώτησε, κανένας ήχος για απάντηση. -Ποιά είσαι ρώτησε σχεδόν παρακαλώντας, ο Οδυγγέλης. Εκείνο ανέπνευσε βαθειά και απάντησε αργά.
-Είμαι σκιά, χωρίς σάρκα και αίμα, δεν τρώω, δεν πίνω, δεν κοιμάμαι, ούτε χαίρομαι, δεν ξεκουράζομαι, περιμένω, γιατί δεν έχω χρόνο. Είμαι χρόνια τώρα, έξω από τον χρόνο, έξω από την ζωή και ας προσποιούμε ότι ζω, ότι τρώω κι ότι πίνω, έμεινα εδώ για να την περιμένω, γιατί είμαι εκείνη αλλά χωρίς χάδια, χωρίς στοργή και υποστήριξη, χωρίς σεβασμό και παρηγοριά, χωρίς εμένα θα είναι πάντα ανικανοποίητη και όπου πάει γρήγορα θα βαριέται, χωρίς εμένα είναι δυστυχισμένη, πονάει, είμαι ο χαμένος χρόνος της, είμαι το αβάσταχτο κενό της, φταίω για όλα εγώ.- Μα, ψέλλισε ο Οδυγγέλης, αυτό που χάθηκε κανείς δεν μπορεί να το ξαναφέρει. -Μπορεί είπε το κοριτσάκι, εκείνη μπορεί και την έδειξε που είχε παραλύσει. Ήθελε να το αγκαλιάσει να ουρλιάξει την αγάπη της, την απόγνωσή της, την συγνώμη της αλλά είχε παγώσει, νόμιζε πως αν έδινε την διαταγή στα μέλη της να κινηθούν θα διαλυόταν θα θρυμματιζόταν σε άπειρα κομματάκια σκόνης που γρήγορα θα τα έπαιρνε ο αέρας.
Ο Οδυγγέλης τις αγκάλιασε και τις δύο, κλαίγοντας, αλλά το μικρό κορίτσι εξαφανίστηκε. - Τι ξέρω εγώ, Οδυγγέλη, τι να κάνω; - Συμπόνεσέ το, θα το αγαπήσεις όσο δεν τ' αγάπησε η μάνα του όταν το συγχωρέσεις, έτσι θα συγχωρέσεις και σένα, όταν βεβαιωθείς ότι δεν φταις, ότι ήταν ένα όμορφο, σπουδαίο, ξεχωριστό και σπάνιο παιδί όπως όλα τα παιδιά του κόσμου και σήμερα βασανίζεται. Πες του ότι σε τίποτα δεν έφταιξε, πως δεν έχει καμιά ευθύνη για κεινα τα χρόνια, θα πάψει να πονάει και να σε τραβάει πίσω και να μην ξέρεις τι σου ζητάει. Πες του ότι έχει δίκιο για αυτά που σκέφτεται, νιώθουμε πως μας αγαπάνε μόνο όταν μας επιτρέπουν να είμαστε ο εαυτός μας. -Μα τι λες, τον αμφισβήτησε και ξέρει ένα παιδί τον εαυτό του; -Δεν τον ξέρει όμως είναι, αισθάνεται την πληρότητα η την έλλειψη περισσότερο από μας. Αυτό που περιφρόνησαν οι άλλοι μέσα μας καθορίζει την ζωή μας, γιατί μας κάνει ξένους στον ίδιο μας τον εαυτό.
Εκείνη καθόταν μόνη στην πλώρη του σκάφους, που βούταγε στο μικρά κύματα παίρνοντας την πορεία του γυρισμού, ο Οδυγγέλης στο τιμόνι κοίταγε τον ουρανό και φρόντιζε να είναι γεμάτα τα πανιά, δυο γλάροι πέταγαν λίγο πιο πέρα και πίσω από τα απόνερα του σκάφους ξεχώριζε όλο και πιο αδρά η μορφή του νησιού που έμενε πίσω. Στο μέσα της είχε αρχίσει από ώρα ένας ιερός μυστήριος χορός, που όλα τα στροβίλιζε και τα επανατοποθετούσε στο ρυθμό μιας μουσικής μαγικής και έντιμης που επέβαλε τα σωστά πια βήματα στους συνειρμούς της, στις σκέψεις και τα αισθήματά της. Ήταν μια γυναίκα πια χωρίς σκιές και φόβο χωρίς να κρύβει, να παραμορφώνει η να επινοεί, μονάχα εκείνη ξέρει ποια είναι τα αληθινά σχέδια ζωή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου