Μια φορά και ένα καιρό, στα παλιά τα χρόνια, οι άνθρωποι ήξεραν πως να μπαίνουν ο ένας στα όνειρα του άλλου. Ζούσε μια γυναίκα που δεν της έλειπε τίποτα, το μόνο που ονειρευόταν νύχτα μέρα, ήτανε ένα παιδάκι. Μια μέρα εμφανίστηκε μια γριά από μακρυνά μέρη και έλεγε οτι γιάτρευε τους καημούς των ανθρώπων. Η καλή γυναίκα την βρήκε και της είπε τον δικό της πόνο. - Εντάξει της είπε η γριά αλλά πως θα με πληρώσεις; -Δεν ξέρω είπε εκείνη ζήτα μου οτι θες. -Δεν θέλω υλικά αγαθά είπε εκείνη, θέλω να μου χαρίσεις τα όνειρά σου.- Αυτό είναι εύκολο είπε η γυναίκα ούτως η άλλως εγώ μόνο ένα όνειρο έχω να κάνω ένα παιδάκι, αν το αποκτήσω τι να τα κάνω τα όνειρα. -Πάρε αυτό το βότανο να πιείς και τρεις μέρες θα κοιμηθείς σε ύπνο βαθύ όταν ξυπνήσεις θα αποκτήσεις το παιδί σου.
Η γριά αυτή όμως ήταν μια κακιά μάγισσα, η γυναίκα δεν το ήξερε αλλά και να το΄'ξερε πάλι θα δεχόταν προκειμένου να αποκτήσει παιδί. Η γυναίκα κοιμήθηκε και όταν ξύπνησε μπόρεσε και γέννησε ένα πανέμορφο αγοράκι που μεγάλωνε με γέλια και χαρές και τα φιλιά και οι αγκαλιές το έκαναν όλο και πιο όμορφο. Όμως η μάνα ήτανε συνέχεια κουρασμένη, ο ύπνος δίχως όνειρα την κούραζε και την έριχνε σε βαθειά λύπη.
-Τι έχεις μάνα και είσαι πάντα τόσο λυπημένη; - Τίποτα, τίποτα όταν μεγαλώσεις θα σου πω. Την πίεζε όμως και έτσι μια μέρα του είπε όλη την αλήθεια. -Εμένα όμως δεν με νοιάζει αγόρι μου γιατί έχω εσένα που δεν σε αλλάζω με όλα τα όνειρα του κόσμου.
Την άλλη κιόλας μέρα το αγόρι έφυγε ρωτούσε παντού για μια μάγισσα που κλέβει τα όνειρα κανείς όμως δεν ήξερε τίποτα. Ένα βράδυ όπως καθόταν κάτω από ένα δέντρο άκουσε μια κουκουβάγια που τραγούδαγε " η πιο κακιά απ' τις κακιές μάγισσες που κλέβει όνειρα και ψυχές, μένει μακρυά σε ένα τόπο όπου η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά, αν σε φιλήσει κάποιος νύχτα, θα ξεχάσεις όλους όσους αγάπησες"
Θα την βρω και θα φέρω πίσω τα όνειρα της μάνας μου είπε το αγόρι και ξεκίνησε.
Έφτασε κάποια στιγμή στον τόπο όπου ξαφνικά γινόταν νύχτα, δεν δείλιασε θα κρυφτώ είπε να μην με βρει κανένας και με φιλήσει. Μπήκε στην κουφάλα ενός δέντρου και κουρασμένος όπως ήταν αποκοιμήθηκε αμέσως. Η κακιά μάγισσα όμως μπήκε στον ύπνο του πήρε την μορφή της μάνας του και μπήκε στο όνειρό του. -Αγόρι μου ήρθα στον ύπνο σου να σε αγκαλιάσω και να σε φιλήσω γιατί μου λείπεις. - Το πρωϊ μάνα μου το πρωϊ. -Αύριο θα χω φύγει έλεγε και έκλαιγε εκείνη. Δεν άντεξε το αγόρι στάθηκε και το αγκάλιασε και το φίλησε.
Χα!χα!χα! τώρα είσαι δικός μου φώναξε η μάγισσα. Όταν ξυπνήσεις δεν θα θυμάσαι τίποτα. Θα κάνεις ό τι θέλω εγώ. Θα φύγουν τα μάγια μόνο όταν εμφανιστεί η αγάπη σαν όνειρο. Δεν θα πεις ποτέ την λέξη σ' αγαπώ γιατί τότε θα μαρμαρωθούμε και οι δύο.
Η κακιά μάγισσα έκλεβε όνειρα, προσδοκίες και πλούτη απο τους ανθρώπους και το μικρό αγορι τα κουβάλαγε. Μια μέρα κουρασμένο ξάπλωσε κάτω από μία δαμασκηνιά και τον πήρε ο ύπνος. Τότε είδε μια όμορφη κοπέλα με τα μαλλιά της μπλεγμένα στα κλαδιά του δέντρου, η οποία έκλαιγε και του είπε -Βοήθα με. Το αγόρι αισθάνθηκε κάτι πιο ζεστό στο κορμί του όμως εκείνη τη στιγμή η κακιά μάγισσα το φώναξε, η κοπέλα εξαφανίστηκε και εκείνο ξύπνησε. -Α την άτιμη την δαμασκηνιά, τώρα θα δει είπε η μάγισσα και την έκοψε αλλά δεν την ξερίζωσε.
Το αγόρι δεν είπε για εκείνη την περίεργη αίσθηση και μετά από λίγες μέρες ξαναγύρισε στον κομμένο κορμό της δαμασκηνιάς, μόλις πλησίασε ο κορμός έγινε δέντρο μεγάλο και το αγόρι ξάπλωσε στην σκιά του και αποκοιμήθηκε. Είδε το ίδιο όνειρο.- Φύγε, του λέει το κορίτσι, αν με βοηθήσεις κινδυνεύεις και εσύ. -Δεν με νοιάζει είπε το αγόρι. - Είσαι μαγεμένος, η γριά δεν είναι η μάνα σου αλλά η κακιά μάγισσα που κλέβει τα όνειρα και τις ψυχές των ανθρώπων. - Και πως ξέρω ότι είναι αλήθεια -Κοίτα μέσα στα μάτια μου και θα δεις. Το αγόρι κοίταξε μέσα στα μάτια της και είδε όσους και όσα είχε ξεχάσει. Το κορίτσι του έδωσε τότε μια τρίχα από τα μαλλιά της- Με αυτή να δέσεις τη μάγισσα όταν κοιμηθεί, εκείνη θα πάρει πολλές μορφές για να σε τρομάξει μη γυρίσεις να την δεις γιατί χαθήκαμε όλοι, μετά έλα πριν βγει ο ήλιος και φώναξε την μαγική λέξη.- Ποιά είναι ρώτησε το αγόρι. - Εσύ ξέρεις καλύτερα απ' όλους, του είπε εκείνη
Έτσι και έκανε η μάγισσα πήρε χίλιες μορφές δράκου, λιονταριού και ότι άλλο τρομακτικό αλλά το αγόρι δεν γύρισε να την δει, στο τέλος άκουσε την φωνή της μάνας του.- Γύρνα αγόρι μου να με δεις και είμαι και άρρωστη θέλω να σε κοιτάξω στα μάτια πριν πεθάνω. Το αγόρι όμως δεν πείστηκε και δεν γύρισε, πίσω του την κακιά μάγισσα την έφαγε το μαύρο σκοτάδι, εκείνο έτρεξε γρήγορα στην δαμασκηνιά. Την μαγική λέξη, ποιά είναι η μαγική λέξη -Δεν ξέρω σκέφτηκε δεν θυμάμαι. Πίσω από το βουνό φάνηκε η πρώτη ηλιαχτίδα. Έκλεισε τα μάτια και ψέλλισε -Δεν πρόλαβα να βρω την μαγική λέξη δεν την ξέρω αλλά όμως σ΄αγαπώ. - Πιο δυνατά ακούστηκε ένας λυγμός. -Σ΄αγαπώ Σ' ΑΓΑΠΩ. -Και εγώ σ' αγαπώ απ' την πρώτη στιγμή που σε είδα. -Έζησα γιατί μ' αγάπησες -Που είσαι τη ρώτησε. - Εδώ και σε περιμένω. Το αγόρι κοίταξε γύρω του και την είδε, έτρεξε να την συναντήσει, ενώ ολόγυρα ακούγονταν γέλια και χαρές. Ήταν εκείνοι που μετά από χρόνια ονειρευόντουσαν ξανά.
Και ζήσανε αυτοί καλά και μεις να ψαχνόμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου