Οδυγγέλεια 3 Η Κρίση

Η ομορφιά επιβάλλεται πάντα της δύναμης.
Ο Οδυγγέλης συγκλονίστηκε, ξαναθυμήθηκε τα βάσανά του, τον ανεκπλήρωτο έρωτά του, την απόρριψη της γοητευτικής Ναυσικάς, ήξερε πως ότι και να ’κανε, εκείνη θα ανέπνεε σε μια γωνιά του μυαλού του και δεν άντεξε, κλείστηκε στην καμπίνα του και δεν άνοιγε σε κανένα, βρε καλέ μου, βρε καπετάνιο, άνοιξε να φας, άνοιξε να μας πεις τι έχεις, να μας πεις την ρότα τουλάχιστον, τίποτα αυτός μουλάρωσε, γραμμένη την είχε την ρότα, ακολουθήστε τους γλάρους έσκουξε αγριεμένα, τον είχε πιάσει το σπαρτιάτικο (το μανιάτικο είναι μεταγενέστερο), θύμωσε με τον εαυτό του που είχε πέσει τόσο χαμηλά, αισθανόταν λεηλατημένος και δεν του φταίγε κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο, αυτός έπαιζε τον ρόλο του μαλ… με όλους, μια δυό, τρεις, χίλιες δεκατρείς, γαμ. την π…την τύχη μου γαμ., έβριζε και μονολογούσε. Άρχισε να τρώει ότι έβρισκε, αφού χωνεύω αυτά είπε θα χωνέψω και τα άλλα. Είχε δεχτεί να μπει μέσα του ο Δούρειος Ίππος (ο πόθος, για να μην το πούμε πιο πειραιώτικα) και τώρα μέτραγε απώλειες.
Θυμήθηκε τα λόγια της Κύρξης, (τελικά το γκομενάκι ήταν πολύ εντάξει), άκου χοντρούλη Οδυγγελάκο, γοητευτικοί δεν είναι οι ωραίοι, αδύνατοι και γραμμωμένοι, αλλά εκείνοι που εμπνέουν την αίσθηση στους άλλους ότι μπορούν, μπορούν να αντέξουν και να αλλάξουν, να ξεφύγουν από την καθημερινότητα και να μπουν σε πρωτόγνωρους ορίζοντες, να ζήσουν καλύτερα, ελεύθερα, κατάλαβες μανάρι μου τι εστί γοητεία;
Είχε πιστέψει τα λόγια της πως όλοι μπορούν να αλλάξουν αρκεί να έχουν ένα δεσμό που τους τρέφει και τους υποστηρίζει και ας είχε όποιο όνομα ήθελε, μια συνωμοσία, μια ένοχη σύμπραξη απέναντι στη ματαίωση.
Αλλά, τι αλλά και Αλλάχ, εγώ ο ξενέρωτος φταίω, καλά να πάθω να μην έχω μυαλό, άλλωστε μου το ‘λεγαν οι ιέρειες του Μαντείου, μην αφήνεις τον Έρωτα να ζωγραφίζει κύκλους γύρω σου γιατί σου θολώνει τα νερά και μετά από έρωτας γίνεται καρχαρίας και συ από ήρωας, αδελφή…του ελέους.
Αχ! Θεοί βαριαναστέναξε ο Οδυγγέλης, τραγανίζοντας τα πατατάκια του!
Πέτρες ένα σωρό, κατολίσθηση, μπλόκαραν το στήθος του και στη θέση της καρδιάς το κενό. Το μυαλό του ήταν ένας στρόβιλος, όνειρα, σκέψεις, εικόνες, λέξεις, αγκάθια, θάμνοι, ομπρέλες, εφημερίδες, το λάγνο στήθος της, φράσεις, ερωτήματα, αυθαίρετα συμπεράσματα, στριφογύριζαν σε ξέφρενους ρυθμούς και του κατεδάφιζαν το είναι. Κοιμόταν και άκουγε μέσα του, τις μπουλντόζες που γκρέμιζαν.
Δεν έφτανε που κατέρρευσαν οι πόθοι του, τώρα υπήρχε το πιο δύσκολο να γκρεμίσει τις αναμνήσεις του, τι να τις κάνει, να μείνουν μέσα του σαν ερείπια μνημείων, για να ξεναγούνται οι τουρίστες;
Ξερνούσε μέρα νύχτα την πίκρα του, το θυμό του, τη βλακεία του, την επιπόλαιότητά του, το καραβίσιο φαγητό, το ανάθεμα για τα συναισθήματά του που τον έκαναν να αισθάνεται απρόσβλητος και τώρα πρέπει πλυμένα κι άπλυτα να τα στριμώξει μέσα του.
Την αγαπούσε (όχι, όπως θα ηθελε αυτή αλλά όπως του βγαίνε εκείνου) και χρειαζόταν την αντρίκια δύναμή του όχι για να κλαψουρίζει αλλά για να τον κόψει τον πούστη τον δεσμό που το παίζε και γόρδιος, πανάθεμά τον, και να τους ελευθερώσει όλους. Μαγκιά του. Άλλωστε εκείνη είχε τον έρωτά της, με τον Απόλαο, και επιθυμούσε να τον ζήσει ολόκληρο όχι μισό, ούτε ένα τρίτο, ολόκληρο. Βέβαια, στα μάτια της βασίλευε η απόγνωση, υπέφερε, αγωνιούσε όχι βέβαια για τα καμώματα του Οδυγγέλη που δεν τα συμμεριζόταν, αλλά βασικά για να βρει την πορεία της και ίσως για θέματα αρχής, δεοντολογικά, πώς να το πούμε, αλλά τι σημασία έχει τώρα ο λόγος, πάντα η ταλαιπωρία μετράει. Μα τι κάνουν οι μαλ…. και γυρίζει το πλοίο γύρω γύρω, ζιγκ ζαγκ και πάνω κάτω.
Ρε σεις, φώναξε, τι κάνετε με το πηδάλιο;
Ακολουθούμε τις οδηγίες σου, τσιφ, όπου πάνε οι γλάροι δεν είπες, του φώναξε ο τιμονιέρης. Ο Οδυγγέλης τα πήρε, είπαμε, αλλά για πόσο ένας ήρωας, μπορεί να μείνει χωρίς ρότα είπε και …στα μάτια του άστραψε μια λάμψη, δίστασε για μια μόνο στιγμή και άνοιξε την πόρτα της καμπίνας του βγαίνοντας αποφασιστικά.


Συνεχίζεται(;)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

hmmm,...

Vaggelis είπε...

Κάτι παραπάνω γίνεται;