Οδυγγέλεια 5 Ναυσικά

Η αυγή άπλωνε τις φτερούγες της, τα φώτα της πρωτεύουσας κεντάνε πέρα δώθε τους δρόμους , στολίζουν τα σπίτια και η θαλπωρή όλων όσων αυτοί την ώρα κοιμούνται αγκαλιάζει τα πάντα.
Ο Οδυγγέλης, γύριζε αργά στο πλοίο του, ανησυχούσε για πρώτη φορά στην ζωή του ανησυχούσε μήπως χρειαστεί να ξαναφύγει, δεν ήθελε πια την περιπλάνηση, τώρα που γνώρισε την αγκαλιά της Ναυσικάς του ήρθε ξαφνικά ένας φόβος για τα ταξίδια, γνωρίζοντας το πιο απάνεμο λιμάνι φοβάται μήπως χρειαστεί, να σαλπάρει, αν και αυτό ήταν τελικά το μόνο σίγουρο.

Ζωή τι περιμένεις από μένα, μονολόγησε. Γιατί τρέχουμε διαρκώς με μια σκέψη στο μυαλό και δεν κοντοστέκομαστε να σε χαρούμε, να σου αφιερώσουμε ένα ευχαριστώ που υπάρχεις για να υπάρχουμε και να ζούμε τόσο όμορφα συναισθήματα. Είναι ωραίος αυτός ο κόσμος που ζει μέσα μας, κρυφά απ΄όλους κρυφά απ΄τον καθένα. Σκέφτηκε την όμορφη Ναυσικά, φοβάται μήπως αρχίσει να ράβει εικασίες με ερωτήματα και σκέψεις, εκείνη την στιγμή του διέφευγε οτι το πρόβλημα δεν ήταν η Ναυσικά αλλά εκείνος.

Έκατσε στην άμμο κοντά στην θάλασσα και άφησε αυτό που έζησε μαζί της να χυθεί μέσα του, να κάνει κατάληψη του Εγώ του, εντάσεις παλιές ανακουφίστηκαν, κόμποι της ψυχής του λύθηκαν, κάθε του σημείο εισέπραξε οτι αξίζει να υπάρχει, γέφυρες απλώθηκαν μέσα του και ένωσαν τις αιτίες του, αφέθηκε γλυκά στην αγκαλιά του ύπνου, ότι τον αγαπούσε τον φρόντιζε, να μην τον ταράξει τίποτα, ούτε σκέψη ούτε όνειρο, δικαιούταν να μην δει τα σύννεφα να μαζεύονται ανάμεσα στ' άστρα και την καρδιά του, να μην καταλάβει ακόμα, πως κοιμόταν ανέμελα στο μάτι της προσωπικής του καταιγίδας. Το κύμα που έσκαγε στα πόδια του την θύμιζε συνεχώς, ένα κύμα την έφερνε, ένα αλλο την απομάκρυνε, ένα την πλησίαζε, ένα άλλο την τράβαγε πίσω, όσο και να πήγαινε κοντά της εκείνος, ο ίδιος ρυθμός , το κύμα τον έβρεχε και τον άφηνε.
Η Ναυσικά κοίταζε τους κύκλους κάτω απ' τα μάτια της, αισθανόταν υπερήφανη που είχε έξοριστεί απ' τις φωνές που την ήθελαν στριμωγμένη και αφοπλισμένη, έψαχνε μια αληθινή εξήγηση, έστω μια φευγαλέα απάντηση, ρουφούσε συγκρατημένα την συγκίνησή της, ...πόσα πράγματα γεννιούνται και ναυαγούν ταυτόχρονα και συ πρέπει να απλώσεις το χέρι να σώσεις κάτι...σκεφτόταν, να βάλεις λέξεις στα μη ειπωμένα, στα λάθη και στους φόβους σε όλα αυτά που μας γκρεμίζουν και μας χτίζουν, εικόνες, συγκινήσεις, ταραχές που θα φύγουν αθόρυβα και απαρατήρητα όταν θα φωλιάσω στα κλαδιά της τρυφερότητας.
Μια τρυφερή φιλία, ναι, αυτό είναι το μόνο που μπορώ να θέλω.
Με γρήγορες σίγουρες κινήσεις μάζεψε τα σεντόνια της βραδιάς και τα έδωσε για πλύσιμο, έτσι τα ξέπλυνε όλα σημαντικά και ασήμαντα.
Άλλωστε αυτό δεν ήθελε ο Οδυγγέλης, μονολόγησε, αυτό δεν περίμενε από μένα τόσο καιρό, το πήρε, ξεχρέωσα, ναχει κάτι να θυμάται δεν έλεγε, τώρα τόχει, να είναι ένας σημαντικός φίλος, μάρτυρας της διαδρομής μέχρι την ευτυχία μου. Ήταν όλα ξεκάθαρα.
Μέσα στο μυαλό της, τότε, μίλησε ο μάντης Σαμαρεσείας, Ναυσικά, όλοι εμείς που κατέχουμε, γνωρίζουμε ότι πολλές φορές οι λέξεις είναι αυτές που χωρίζουν τους ανθρώπους, οι λέξεις με τις οποίες ονομάζουμε τα πράγματα στον εαυτό μας, και πίσω από τις λέξεις κρύβουμε την αλήθεια. Πίσω από το "τρυφερή", μπορεί να κρύβεται ένα μπουμπούκι απότιστο, (στέρηση) και πίσω από το "φιλία", ένα χρυσό κλουβί (εγωισμός). Βλέπεις Ναυσικά εμείς αποφασίζουμε για το πως μας αξίζει να ζούμε και πως βαφτίζουμε τις επιθυμίες και τις εκκρεμότητές μας.
Ο καιρός άλλαξε, έγινε βροχερός, σηκώθηκε αέρας και έπιασε κρύο, οι γλάροι πέταγαν πιο κοντά στην ακτή και στα παραθαλάσσια μπαράκια μάζευαν τις πλαστικές καρέκλες.
Ο Οδυγγέλης σηκώθηκε και μάζεψε τα συναισθήματά του που του τάπαιρνε ο αέρας τα στροβίλιζε και τα μπέρδευε παιχνιδιάρικα. Πήγε να σκεφτεί το γυμνό της δέρμα, δοκίμασε να δει τον έρωτα να ζωγραφίζει απάνω της, όμως έσβηναν τα οράματα, δεν είχαν δύναμη, ξεθώριαζαν εύκολα. Ανησύχησε, δεν πήγαιναν σήμερα καλά τα πράγματα, σωρός τα ερωτήματα, η καρδιά της ήταν δοσμένη τι γύρευε απο αυτόν, ήταν ενας αποχαιρετισμός σκέφτηκε, τα δίνουμε όλα σε κάποιον που δεν θα ξαναδούμε, σε κάποιον που του λέμε αντίο με τον τρόπο μας. Τον ξεφορτωνόμαστε. Θυμήθηκε τα λόγια της, αυτό είμαστε εμείς Οδυγγέλη δυό φιλαράκια, η απογοήτευση τον μαχαίρωσε, αυτό ήταν λοιπόν, ο ταξιθέτης του ονείρου της. Όταν οι επιθυμίες γίνονται μεγάλες, μας ξεπερνούν και μας παραγκωνίζουν.
Αν τις εγκαταλείψουμε είμαστε δειλοί κι αν τις κυνηγήσουμε γινόμαστε δυστυχισμένοι. Χαρίζουμε τα χρόνια που ζήσαμε, θυσιάζουμε τον χρόνο που ζούμε και υποσχόμαστε τα χρόνια που θα 'ρθουν. Και σαν φτάσει η επιθυμία μας να γίνει αλήθεια, κρατάει μόνο μια στιγμή.
Ο Οδυγγέλης γονάτισε, έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του και έκλαψε. Ακόμα και οι θεοί τον σεβάστηκαν και σιώπησαν.
Δεν έχει πια την δύναμη, να αμφισβητήσει, ούτε να θυμώσει, ούτε να διεκδικήσει, ούτε να αγαπήσει. Δεν θέλει καν να σωθεί, ούτε να είναι εμπόδιο. Αν είναι άντρας και ήρωας, αλλά κυρίως αν πραγματικά αγαπάει, χρειάζεται να παραιτηθεί, να παραδώσει τα όπλα και να φύγει με η δίχως ελπίδα, τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει τον ερωτά της για έναν άλλον. Δεν θα μάθει ποτέ αν οι στιγμές που πέρασε μαζί της η τα συναισθήματά της, ήταν φορτωμένα από το πάθος και τον έρωτα της για τον άλλο.






Συνεχίζεται... (;)

Δεν υπάρχουν σχόλια: