Έφευγαν οι σκέψεις του και απλώνονταν, έπαιζαν με την άνοιξη που έντυνε πολύχρωμα τους γύρω λόφους, μπροστά του η θάλασσα στα καλά της να λαμπυρίζει τα παιχνίδια του ήλιου, θα 'θελε ο Οδυγγέλης να ανοίξει τα χέρια του και να τα αγκαλιάσει όλα, να στροβιλιστεί και να χαθεί στο κήπο της ευδαιμονίας που είχε γνωρίσει μαζί της. Ήθελε να ανοίξει το σώμα του και να ελευθερωθούν όλες του οι σκέψεις, όλα του τα συναισθήματα όλες του οι γνώσεις και οι εμπειρίες τα όνειρα και οι αμφιβολίες. Αισθανόταν την ανανέωση να του πολλαπλασιάζει το χρόνο και το περιεχόμενο της ζωής του να του αξιολογεί κάθε του αναπάντεχη σκιά.
Είχε μάθει να αποδέχεται το τώρα, κανένας δε είναι μόνο αυτό που ερωτευόμαστε, δεν υπάρχουν εγγυήσεις παρά μόνο στιγμές σε διαδοχή. Πόσο θα ‘θελε να της πει τις απορίες του, τον θαυμασμό και την κατάπληξή του, πως κατάφερνε μέσα από τις εμπειρίες της να κάνει να γεννιέται από μέσα της μια νέα γυναίκα πιο ενδιαφέρουσα πιο γοητευτική, πιο έμπειρη σμιλεμένη από τον πόνο που την ξεβράζει στην καθημερινότητα της. Όσο την γνωρίζει τόσο τον συγκινεί. Ήθελε να της πει πόσο θα 'θελε να την έπαιρνε με ένα χάδι, με μια συγκίνηση και να την επέστρεφε στο απόλυτο πλάσμα που ήταν μέσα της, γενναία και παράτολμη, ευγενική και γλυκά νοσταλγική. Την καταλάβαινε το έβλεπε στο δέρμα της, στα μάτια της πως ντρεπόταν για όλα εκείνα που άφησε να χαθούν και μια αναλαμπή οργής στην άκρη της ματιάς της, για όποιους και ότι, την ανάγκασαν να αλλοιωθεί.
Θα 'θελε να της πει, όταν σε σκέπτομαι φεύγουν οι μήνες, πετάνε οι δεκαετίες από πάνω μου αισθάνομαι ανάλαφρος με ένα τρεμουλιαστό χτυποκάρδι στο στήθος, σαν μια μαγική σκόνη να με πασπαλίζει σβήνει τα πάντα αφήνει μόνο εσένα να βάζεις φωτιά στο κορμί και στο μυαλό μου. Όμως η στρίγγλα η λογική με επαναφέρει στην πραγματικότητα, μόνο όσα γνωρίζουμε μπορούν να μας χρεώνουν, αυτά τα ξέρεις από καιρό, όσο ακροβατείς στην άθικτη γοητεία σου. Πόσες φορές έχω στείλει τον νου μου να ταξιδέψει στα πέλαγα των ματιών σου και να επισκεφθεί τους πιο ωραίους, γεμάτους μυρωδιές ανθών, κήπους του κορμιού σου.
Πλέον ο Οδυγγέλης ήξερε ότι εκείνη είχε κάποιον τρόπο δικό της, για να τον αγαπά, χωρίς να τον υπολογίζει, με όρια, με κανόνες με προϋποθέσεις, με απόσταση, με ματαιοδοξία, με εγωισμό, με ότι άντεχε, δίχως δεσμεύσεις, σήμερα με άλλον αύριο με σένα, να συνενοούμαστε διακριτοί οι ρόλοι, αλλά αυτό δεν τον παραπλανούσε, δεν έφτανε για αυτά που του απαιτούσε το μέσα του, δεν συμφωνούσε με τους δικούς του κανόνες που λένε πως μερικά πράγματα δεν μοιράζονται δεν τεμαχίζονται πάρε τώρα εσύ αυτό που σου αναλογεί αύριο εσύ και μεθαύριο ο άλλος. Φίλοι, μα η φιλία έχει ίσως το μεγαλύτερο πλαίσο δέσμευσης. Αλλά άλλα δώρα δεν του κανε, έτσι ήταν ότι πιο όμορφο του είχε προσφέρει και τα δώρα δεν είναι κεκτημένα δικαιώματα, ούτε απαιτούνται, προσφέρονται και είναι δύσκολο να τα αρνηθείς αν τα θεωρείς τέτοια.
Ήξερε ότι όσο εκείνος την επιθυμούσε, τόσο έχανε την επαφή μαζί της. Ήξερε επίσης ότι, όπως εκείνος αντιλαμβάνεται τις σχέσεις, θα πληγωθεί.Τώρα γιατί επιμένει; Ίσως γιατί πιστεύει ότι μια στιγμή που σε συνδέει πραγματικά, αξίζει όλες που σε πληγώνουν άθελα. Δεν έχει πάρει υπ' όψιν του αυτά, που η πραγματικότητα απεγνωσμένα του δείχνει. Από την άλλη η ζωή, μας διαμορφώνει συνεχώς για να δείξουμε πως την αξίζουμε. Προτιμά να τον απωθεί από θυμό παρά από αδιαφορία, προτιμά να τον εκδικείται παρά να τον αγνοεί. Η απελπισία του ήταν η μοναδική του ειλικρίνεια. Καμιά αγάπη δεν μπορεί να στηριχτεί σε συνεχείς συμβιβασμούς, αλλά ο έρωτας ίσως, αυτός μπορεί να δεχτεί την άλλη πλευρά την ιδανική που προβάλλει και απειλεί τα πάντα, είναι αδηφάγο το τέλειο και εξιδανικευμένο, κουρσεύει τα πάντα, κάνει πλιάτσικο ζωές. Το ιδανικό και τέλειο σε κάνει να αισθάνεσαι ανύπαρκτος, σχεδόν ανώνυμος, να βουλιάζεις σε ένα εχθρικό σώμα που κανένας πόθος δεν συμφιλιώνει.
Ήταν μεσημέρι, ο Οδυγγέλης έπινε το χυμό του και έκανε ένα εσωτερικό διάλογο με τις τριανταφυλλιές, που ο ζεστός αέρας κούναγε ελαφριά. Πόσο όμορφη είναι, συλλογίστηκε, σαν μην πίστευε αυτά που έζησε, σαν να μην αισθανόταν δικές του τις στιγμές που μοιραστήκανε μαζί, το απαλό της δέρμα, τη μυρωδιά της, χρόνε, μεγάλε βασιλιά, προστάτεψε τις μνήμες μου, να μην χαθούν και ξεθωριάσουν, άφησέ τις να μου επιβάλλονται και να με κυριεύουν να απλώνουν τις ευεργετικές ιδιότητες στο είναι μου.
Είναι μια ανυπέρβλητη γυναίκα, κοιτάει το σύμπαν και της φαίνεται μικρό, δεν την χωράει, εκείνη είναι ενέργεια και εγώ είμαι ανενεργός εκείνη είναι η ευτυχία που είναι μέσα μας και εγώ με αισθάνομαι δόκιμος ιερέας της λατρείας της. Να θέλεις παθιασμένα και να μην γίνεται, να μην μπορείς να βρεις ένα νόημα ένα λόγο που το κύμα σε ξαναρίχνει πίσω στην ακτή από όπου δραπετεύεις, είναι που μέσα στα κενά της μνήμης, της επιθυμίας και της αίσθησης γεννιούνται τα σύνορα του κάθε συναισθήματος που μας κυριαρχεί.
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου