Οδυγγέλεια 21 Μικρές θλίψεις



Ο Οδυγγέλης αισθανόταν το μυαλό του σαν μια μικρή μπάλα που γύριζε μέσα στο κεφάλι του και προσποιόταν πως δεν έβλεπε την μεγάλη μαύρη τρύπα που είχαν ανοίξει οι φόβοι του. Να θέλει ένα χαμόγελο και να κερδίζει μια θλίψη. Φανταζόταν τον εαυτό του να βουλιάζει στην απόρριψη, την δική της; Όχι, την δική του, εκείνος την είχε ανάγκη και δεν είχε κουράγιο να ψάξει για τετριμμένα επιχειρήματα και θετικές σκέψεις για να επιβραδύνει την πτώση. Σε τελική ανάλυση το τι ήθελε η ίδια, πέρα από τα λόγια, ποτέ δεν τον άφησε να το καταλάβει. Σκεπτόταν να καταφύγει στην υποχώρηση και στην λήθη, θα την ξεχνούσε, θα την διέγραφε, θα έπειθε τον εαυτό του πως είχε ονειρευτεί, τόσο ζωντανά που έμοιαζε με πραγματικότητα, δεν ήταν παρά ένα ωραίο όνειρο, για λίγο. Άλλωστε κυνηγώντας τον έρωτά του είχε κλείσει τον υπόλοιπο κόσμο έξω απ' την ζωή του.



Το είχε επιχειρήσει πολλές φορές, μόλις πήγαινε να πείσει τον εαυτό του πως έτσι είναι τα πράγματα, πως θα παραδοθεί στην αδυναμία του και δεν θα κοιτάξει πίσω, σαν εκτυφλωτικές λάμψεις έπεφταν οι σκόρπιες σκηνές από το όνειρο, από το άλλο που θα μπορούσε να είναι αλήθεια. Τον συνέθλιβε η απώλεια της ευτυχίας που δεν είχε γνωρίσει, η πιθανότητά της που την έβλεπε ακρωτηριασμένη να χάνεται δίχως επιστροφή. Όλα αυτά του φαίνονταν, μακρινά και απρόσιτα και εκείνος δεν ήξερε να χειριστεί τα γνώριμα και τα δικά του, η απελπισία τον κυριαρχούσε. Κανείς δεν μπορεί να σε εξαπατήσει ευκολότερα απ' αυτόν που είσαι ερωτευμένος. Όσο και να της ρίξει ευθύνες, τον εαυτό του θα συκοφαντεί για ανευθυνότητα και παράβαση ρόλου, δεν επιτρέπεται η άγνοια κινδύνου.
Είχε μια αίσθηση αδικίας σαν να πληγώνονταν μόνο οι δικές του ελπίδες, ίσως δεν έψαχνε με σύνεση, ίσως γιατί ακριβώς έψαχνε την απογοήτευση.


Και τότε εκείνη τηλεφώνησε, αργά το μεσημέρι, σαν τίποτα να μην είχε συμβεί ποτέ και έτσι μίλησε, όπως τις άλλες φορές, ευδιάθετη και χαρούμενη ανανεωμένη από τους έρωτές της, ανεπαίσθητα προσποιητή. Λες και όλες οι αγωνίες του να μην είχαν εαυτό, να ήταν ξεκρέμαστες κι από τον χρόνο ακόμα και από εκείνον τον ίδιο. Έτσι για άλλη μια φορά πάνω που τίποτα δεν τον ένοιαζε, όλα γίνονταν αλήθεια.Κύλησαν οι αισθήσεις τρομαγμένες στην αρχή, κάτω από την σκιά μιας πιθανής απογοήτευσης, άλλης μιας απογοήτευσης, μα τι δύναμη έχει πια αυτός ο έρωτας που έρχεται απρόσμενος και κλονίζει όλες τις ισορροπίες της ζωής μας, απειλώντας να μετατρέψει τα πάντα σε σημαντικά και όμορφα.



Ο Οδυγγέλης ήπιε λίγο από το ποτό του, έβαλε τα πόδια του πάνω στο γραφείο, απλώθηκε προς τα πίσω και έκλεισε τα μάτια. Υπάρχει μια υπερβολή στον άνθρωπο σκέφτηκε, η μάλλον δύο γιατί τίποτα δεν μπορεί να εκδηλωθεί μόνο του χωρίς το αντίθετο του σε αυτόν τον κόσμο. Έβλεπε την ζωή του, να αλλάζει και τον εαυτό του να γίνεται αργά αργά κάποιος άλλος που τον θεωρούσε καλύτερο και δεν ντρεπόταν πια πολύ να τον παρουσιάσει. Μια μικρή αμφιβολία ανασφάλειας ανάπνεε ακόμα ανέμελα μέσα του, ο φόβος για τους χωρισμούς και την απώλεια. Με ακόμα μια γουλιά από το ποτό του, άλλαξε σκέψεις, το σώμα της το φανταζόταν και τον στοίχειωνε, κάθε που το έγδυνε με το μυαλό του το ξανάφτιαχνε με όλες τις αισθήσεις του όσο πιο πρωτόγονα μπορούσε σαν πρωτόπλαστο, μια γυναίκα που δεν ήταν δική του, που δεν θα γινόταν ποτέ δική του, γιατί τελικά δικό μας δεν είναι τίποτα παρά μόνο ο φόβος του θανάτου και της απώλειας.


Αλλά γιατί άραγε του το κανε αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: