Η μητέρα μου ήταν πάντα τρομερά σκληρή, τόσο σκληρή που μπορούσε άκαρδα να υποκρίνεται την εντελώς αδύναμη. Δεν ήταν ο φόβος που με δυνάστευε αλλά εκείνος ο καταραμένος οίκτος που με πότιζε. Αισθανόμουν για κείνη θυμό και οίκτο, οίκτο και θυμό μια συνεχόμενη εναλλαγή αισθήματος. Πάντα με έτρωγε το παράπονο και η λαχτάρα να την δω να απλώσει το χέρι της προς το μέρος μου σε ένα χάδι.
Είχε καταφέρει να με πείσει πως η ζωή της εξαρτιόταν από μένα. Από αυτό που θα έκανα η δεν θα έκανα και δεν θα συμφωνούσε. Κάθε φορά που δεν την υπάκουα, έκανε πως θα αρρωστήσει και πως θα πεθάνει. Ακόμα και όταν μεγάλωσα και υποψιάστηκα το παιχνίδι της δεν μπορούσα να αλλάξω συμπεριφορά. Μπροστά στην απειλή ότι θα πάθει κάτι και θα φταίω εγώ με έπιανε ταχυκαρδία και πανικός. Έτσι σιγά σιγά και δυστυχώς πολύ πρόθυμα εγκατέλειψα τα θελήματά μου, τις λαχτάρες μου ακόμα και τις πιο ασήμαντες. Τα θυσίασα όλα για κείνη για να έχουμε ηρεμία στο σπίτι. Πέρναγε ο καιρός και τα χρόνια και έγινε πια ολοφάνερο πως έχανα τον εαυτό μου και μαζί και την αυτοεκτίμησή μου. Άδειαζα και ότι αδειάζει μέσα μας γεμίζει με άγχος. Φοβόμουν πλέον όχι εκείνη αλλά τον φόβο. Κάποτε μιλώντας με ένα γείτονα που μ' αγαπούσε μου είπε "κι αν αρρωστήσει ακόμα και αν πεθάνει δεν θα φταις εσύ, θα φταίει ο εγωισμός της αλλά όχι εσύ." Ωραία τα λόγια του με δυνάμωναν αλλά μόλις γύριζα σπίτι ξαναγινόμουν μικρός και αδύναμος μπροστά της.
Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος άβουλος. Δεν τολμούσε να με υπερασπιστεί, δεν μπορούσε να υπερασπιστεί ούτε τον εαυτό του. Η έλειπε η ήταν συγκαταβατικός η ζάρωνε μπροστά της και στα μάτια μου. Τον θεωρούσα προδότη. Πως δεν μ’ αγαπούσε, δεν μ' αγαπούσε τόσο ώστε να τολμήσει. Η αληθινή αγάπη τολμά, δίνει κίνητρο και θάρρος και γιατί όχι λεβεντιά. Αν μ' αγαπάς κάντο. Εκείνος όμως δεν εύρισκε το κουράγιο και ας έλεγε πως ήταν μαζί μου. Το να μην κάνει κάτι ο άλλος για σένα και να λέει ότι σε αγαπάει σας διαβεβαιώνω είναι πολύ άσχημο. Σε γεμίζει με οργή και αδικία, με μοναξιά και θλίψη. Και το χειρότερο με λύπη και οίκτο και για κείνον.
Δυστυχώς όσα και αν πέτυχα στην ζωή μου, ο χώρος της σχέσης με τους γονείς μου ήταν μια περιοχή άβατη, ναρκοπέδιο για την ωριμότητά μου και ο εαυτός μου ο καλύτερος εαυτός μου με εγκατέλειπε ακριβώς εκεί. Έπρεπε να φύγω να ελευθερωθώ από την συντριπτική πίεση της μάνας μου και την κακομοιριά του πατέρα μου και το χειρότερο από τις ενοχές ότι δεν ήμουν εντάξει και τους παράτησα τώρα που με είχαν ανάγκη, τώρα που γερνούν. Δεν έπρεπε να ξέρουν που είμαι, θα με λύγιζαν να γυρίσω πίσω. Έπρεπε να βρω τον εαυτό μου ακόμα και να πέθαινα τι θα παρέδιδα στον Θεό αφού οι ενοχές μου κρατάνε δέσμια την ψυχή.
Θέλω να αισθανθώ ελεύθερος, κάπου που να μπορώ ήρεμος και γαλήνιος να κάθομαι μέσα στην νύχτα ακίνητος και τα μόνα ουρλιαχτά που ακούω να είναι του αέρα στο φεγγαρόφωτο._
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου